- προκολομβιανός
- -ή, -ό, Ναυτός που αναφέρεται στην Αμερική και στον πολιτισμό της πριν από την άφιξη τού Χρ. Κολόμβου (α. «προκολομβιανή τέχνη» β. «προκολομβιανή αρχιτεκτονική»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + Κολόμβος + κατάλ. -ιανός (πρβλ. καρτεσ-ιανός, νεο-καντ-ιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.